- τήλινος
- -ίνη, -ον, Α1. αυτός που παρασκευάζεται από τήλι («τήλινον μύρον»)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τηλίνητο φυτό κύτισος3. το ουδ. ως ουσ. τo τήλινονμύρο από απόσταξη τών σπόρων τού φυτού τήλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλις + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.